- μελογράφος
- ο, η (Α μελογράφος)αυτός που συνθέτει μελωδίες, μελοποιός, μουσουργόςαρχ.ψαλμωδός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελογράφος — writer of songs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελογράφους — μελογράφος writer of songs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελογράφων — μελογράφος writer of songs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
μελογραφώ — μελογραφῶ, έω και μελογράφω (Α) [μελογράφος] 1. ζωγραφίζω μέλη τού σώματος 2. μτφ. περιγράφω κάτι σαν να έχει μέλη όπως το ανθρώπινο σώμα («τὶ μελογραφεῑς τὸ θεῑον πρὸς τὴν ἡμετέραν εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ὦτα καὶ βραχίονας καὶ μέλη ἔχειν αὐτὸ δηλῶν» … Dictionary of Greek
Ναθαναήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαθητής του Ιησού, ο οποίος ταυτίζεται με τον Βαρθολομαίο. Το όνομα αναφέρει μόνο ο ευαγγελιστής Ιωάννης, (α’ 25 κεξ., κα’ 2). Κατά την παράδοση κήρυξε στις Ινδίες, όπου μαρτύρησε. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek